- πεντάεδρος
- -η, -ο1. αυτός που έχει πέντε έδρες2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάεδροστερεό γεωμετρικό σχήμα που περατώνεται σε πέντε επίπεδα τα οποία ονομάζονται έδρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -εδρος (< έδρα), πρβλ. εξά-εδρος. Η λ., στο ουδ. πεντάεδρον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.